Ο Νικόλαος Γεωργιάδης (1837-1923) γεννήθηκε στη Μακρυνίτσα και μεγάλωσε στην Πορταριά Πηλίου, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα. Το 1846 μεταβαίνει στην Αθήνα, όπου τελειώνει το Γυμνάσιο (δάσκαλός του ο διδάσκαλος του Γένους Γεώργιος Γεννάδιος και μεταξύ των συμμαθητών του ο Χαρίλαος Τρικούπης). Το 1852, με υποτροφία του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου (πατέρα του Όθωνα) γράφεται στην ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Μετά την αποφοίτησή του, τέσσερα χρόνια αργότερα, επιστρέφει στο Βόλο, μιλώντας γερμανικά, ιταλικά και γαλλικά, όπου θα ασκήσει το επάγγελμα του ιατρού. Το 1867, εξαιτίας της στάσης του κατά τη διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης του '66, εξορίζεται από τους Τούρκους στη Θεσσαλονίκη. Το 1880 εκδίδεται η "Θεσσαλία", το κύριο πνευματικό του έργο, που θα εξαντληθεί και θα κάνει δεύτερη έκδοση το 1894. Μετά την ένωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα, το 1881, εκλέγεται βουλευτής και προσχωρεί στο κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη. Το 1885 και το 1887 χάνει την εκλογή του, εξαιτίας της επικράτησης του κόμματος του Καρτάλη, το 1890 όμως επανεκλέγεται, ως μέλος του δηληγιαννικού κόμματος και υπηρετεί ως Πρόεδρος της Βουλής έως το 1892. Μεταξύ 1899-1907 εκλέγεται για δύο συνεχόμενες τετραετίες δήμαρχος Παγασών (Βόλου), κατά τη διάρκεια των οποίων αφήνει πίσω του σημαντικότατο έργο υποδομής (μεταξύ άλλων θεμελιώνει το Δημοτικό Νοσοκομείο Βόλου, το 1900, το μεγαλύτερο επαρχιακό νοσοκομείο της εποχής του, κατασκευάζει τέσσερα μεγάλα διδακτήρια για τους μαθητές της πόλης, αλλάζει εξ' ολοκλήρου τη ρυμοτομία της, κατεδαφίζοντας σπίτια, διανοίγοντας δρόμους, κατασκευάζοντας πλατείες, κ.ά.). Η "Λογοδοσία" του, την οποία δημοσιεύει για τα πεπραγμένα της πρώτης δημαρχιακής του θητείας, το 1903, προκαλεί θετικά σχόλια σε όλη την Ελλάδα και αποτελεί πρότυπο πολιτικού κειμένου στο είδος του. Η τελευταία του επάνοδος στη Βουλή θα γίνει το 1910, παρά το γήρας, μετά το αγροτικό κίνημα και την Επανάσταση στο Γουδί, όταν εκλέγεται βουλευτής για τη Β' Εθνοσυνέλευση μέσω του "αγροτικού συνδυασμού". Τον επόμενο χρόνο αποσύρεται οριστικά από την πολιτική στην ηρεμία του σπιτιού του, όπου θα παραμείνει ως το τέλος της ζωής του, αφού τιμηθεί δύο φορές από το δημοτικό συμβούλιο του Βόλου "αποτίοντες προς αυτόν φόρον τιμής δι' όσων υπέρ της πόλως έπραξεν" [...].